- ὁδευόντων
- ὁδεύωgopres part act masc/neut gen plὁδεύωgopres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμιονική λυχνία — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται ηλεκτρονικές διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως ανορθώτριες, φωράτριες, ταλαντώτριες και ενισχύτριες ηλεκτρικών ρευμάτων. Η λειτουργία της θ.λ. βασίζεται στο θερμιονικό φαινόμενο (βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό ή… … Dictionary of Greek